- ἔκρυψαν
- κρύπτωhideaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκρυπτος — και φτος, η, ο (Α ἄκρυπτος, ον) αυτός που δεν τόν έκρυψαν, ο φανερός νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικός, να κρυφτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κρυπτὸς < κρύπτω] … Dictionary of Greek
σπήλαιο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού… … Dictionary of Greek
Ανδρομήδης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους ψαράδες που έκρυψαν στα δίχτυα τους τη Βριτόμαρτη όταν ήθελε να σωθεί από την ερωτική καταδίωξη του Μίνωα και έπεσε στη θάλασσα από έναν βράχο. O Α. την έφερε στην Αίγινα, αλλά την ερωτεύτηκε τόσο πολύ … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Ματεότι, Τζάκομο — (Giacomo Matteotti, Φράτα Πολεσίνε, Ροβίγκο 1885 – Ρώμη 1924). Ιταλός πολιτικός. Προερχόταν από πλούσια αστική οικογένεια και σπούδασε νομική στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ συνέχισε τις σπουδές του ειδικευόμενος στο ποινικό δίκαιο· ωστόσο δεν … Dictionary of Greek
ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… … Dictionary of Greek